- αναβροχιά
- yağmursuzluk, kuraklık
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αναβροχιά — η έλλειψη βροχής, ανομβρία: Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβροχιά — και ανεβροχιά, η έλλειψη βροχής, ανομβρία, ξηρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + βροχή] … Dictionary of Greek
αβροχιά — και αναβροχιά, η (Α ἀβροχία) [άβροχος] έλλειψη βροχής, ανομβρία, ανυδρία, ξηρασία … Dictionary of Greek
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek
ανεβροχιά — η η αναβροχιά, η ανομβρία … Dictionary of Greek
ανομβρία — η (Α ἀνομβρία) [άνομβρος] έλλειψη βροχής, ξηρασία, αναβροχιά … Dictionary of Greek
αβροχιά — αβροχιά, η και αναβροχιά, η έλλειψη βροχής, ανομβρία, ξηρασία: Η αβροχιά κατάστρεψε τα σπαρτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανομβρία — η η αναβροχιά, η έλλειψη βροχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανυδρία — η αναβροχιά, ξηρασία: Μεγάλη ανυδρία και η φετινή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)